Της Ελευθερίας Κούρταλη
Παρά την παράδοση του… “sell in May and go away”, δηλαδή του γνωστού μότο των επενδυτών για… φυγή από τις αγορές τον Μάιο, ο φετινός πέμπτος μήνας του έτους σηματοδότησε τον πρώτο μέχρι στιγμής το 2022 που η πλειονότητα των αγορών βρέθηκε σε θετικό έδαφος, με το Ελληνικό Χρηματιστήριο, ωστόσο, να τοποθετείται μεταξύ των μεγάλων χαμένων (απώλειες 3,44% για τον Γενικό Δείκτη και 5,16% για τον τραπεζικό), μαζί με τον δείκτη ΜΟΕΧ της Ρωσίας, το ασήμι, τον χρυσό και τα κρατικά ομόλογα της περιφέρειας της Ευρωζώνης. Αυτό οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της προοπτικής για λιγότερο επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων από τη Fed, καθώς και για χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων στην Κίνα.
Ωστόσο, οι αναλυτές της Deutsche Bank προειδοποιούν ότι ο κίνδυνος της ύφεσης παραμένει υπαρκτός, ενώ 29 από τις 38 αγορές που παρακολουθούν σημειώνουν απώλειες από τις αρχές του έτους και, εάν αυτή η τάση συνεχιστεί, θα είναι η δεύτερη χειρότερη ετήσια επίδοση από το 2008.
Όπως, άλλωστε, προειδοποιούν οι αναλυτές γενικότερα, το περιβάλλον των διεθνών αγορών είναι πολλαπλά βεβαρημένο και δεν προϊδεάζει για βελτίωση τον Ιούνιο, συνεχίζοντας έτσι να επηρεάζει και τη συμπεριφορά του Ελληνικού Χρηματιστηρίου.
Οι… χρησμοί των BlackRock, SocGen, J.P. Morgan
Δεν είναι τυχαίο που η BlackRock, από τα μεγαλύτερα επενδυτικά funds παγκοσμίως, προχώρησε πριν από μερικές ημέρες σε μείωση της έκθεσής της στις μετοχές, έπειτα από μια μακρά περίοδο που ήταν overweight. Όπως σημείωσε, αν σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα συνεχίζει να προτιμά τις μετοχές έναντι των ομολόγων, στο βραχυπρόθεσμo διάστημα επιλέγει να είναι επιφυλακτική και προσεκτική, λόγω του ότι το κλίμα είναι ιδιαίτερα εύθραυστο, με τους φόβους για επιβράδυνση της οικονομίας, την επιμονή του υψηλού πληθωρισμού και την ακόμη μη ξεκάθαρη στάση που θα κρατήσουν οι κεντρικές τράπεζες το επόμενο διάστημα να κυριαρχούν και να αναμένεται να συνεχίσουν να προκαλούν έντονη μεταβλητότητα. Επιπλέον, το σοκ στις τιμές των εμπορευμάτων συνεχίζεται και τα lockdown που επέβαλε πρόσφατα η Κίνα για την COVID έχουν επιβαρύνει τις ήδη αδύναμες μακροοικονομικές προοπτικές. Για να επιστρέψει σε overweight στάση, η BlackRock περιμένει να γίνουν πιο ξεκάθαρα τα πράγματα σε ό,τι αφορά τη στάση που θα ακολουθήσει η Fed. Μέχρι τότε πιστεύει ότι τα risk assets μπορεί να απογοητεύσουν, καθώς ενδέχεται να χρειαστούν μερικοί μήνες ώστε να διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες που επιτρέπουν το risk-on.
Και κατά τη Société Générale το τρέχον αρνητικό επενδυτικό κλίμα γύρω από τις μετοχές μπορεί να αλλάξει όταν οι περισσότερες από τις αυξήσεις επιτοκίων των Fed και ΕΚΤ σε αυτόν τον κύκλο έχουν τιμολογηθεί. Με την αγορά να αναμένει ότι το επιτόκιο της Fed θα κορυφωθεί στο 2,95% τον Μάιο του 2023 και το επιτόκιο της ΕΚΤ στο 1,5% τον Μάρτιο του 2024, βρισκόμαστε ήδη αρκετά κοντά στις ΗΠΑ και όχι πολύ μακριά ακόμη στην Ευρωζώνη. Άλλωστε, όπως σημειώνει, η ευρωπαϊκή αγορά μετοχών διαπραγματεύεται με ελκυστικούς όρους, με εκτιμώμενο δείκτη P/E 12μήνου στο 12,7x, 13% κάτω από τον μέσο όρο της δεκαετίας (14,5x). Οποιαδήποτε αποκλιμάκωση στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας είναι πιθανό να υποστηρίξει την όρεξη για ρίσκο για τις ευρωπαϊκές μετοχές και, επομένως, να επαναφέρει ορισμένες από τις εκροές που έχουμε σημειωθεί από διεθνείς επενδυτές.
Στους αισιόδοξους για την πορεία των αγορών τάσσεται η J.P. Morgan, καθώς, όπως τονίζει στην τελευταία έκθεση επενδυτικής στρατηγικής, παραμένει θετική για τα risk assets λόγω των αρνητικών θέσεων των επενδυτών, οι οποίες κινούνται κοντά σε επίπεδα-ρεκόρ, και κατά την άποψή της δεν θα υπάρξει ύφεση δεδομένης της υποστήριξης των καταναλωτών ειδικά στις ΗΠΑ, του παγκόσμιου reopening της οικονομίας μετά την COVID και της ανάκαμψης που αναμένεται στην Κίνα. Ο πόλεμος στην Ανατολική Ευρώπη παραμένει ένας σημαντικός κίνδυνος, αλλά πιθανότατα στο β’ εξάμηνο του έτους θα υπάρξει μια λύση, όπως εκτιμά η J.P. Morgan. “Παρά τα απότομα sell-off που έχουμε δει στις αγορές πρόσφατα, πιστεύουμε ότι οι μετοχές θα ανακάμψουν από τις ζημίες που έχουν σημειώσει και θα κλείσουν το 2022 κοντά στα επίπεδα του 2021”, επισημαίνει.
Βέβαια, η αμερικανική τράπεζα υπογραμμίζει πως δεν συστήνει την αγορά μετοχών χωρίς διακρίσεις. Επί του παρόντος, υπάρχει μια τεράστια διασπορά απόδοσης και αποτίμησης και, ως εκ τούτου, ευκαιρίες για υπεραπόδοση. Ορισμένα τμήματα της αγοράς (αμυντικές μετοχές, βασικά καταναλωτικά αγαθά κ.λπ.) διαπραγματεύονται κοντά σε ιστορικά υψηλά επίπεδα αποτιμήσεων, ενώ άλλα τμήματα της αγοράς (π.χ. καινοτομία, μικρή κεφαλαιοποίηση, ενέργεια, βιοτεχνολογία κ.λπ.) διαπραγματεύονται σχεδόν σε ιστορικά χαμηλά. “Για τον λόγο αυτό, πιστεύουμε ότι οι πιο ελκυστικές επενδυτικές ευκαιρίες βρίσκονται σε αυτούς τους κλάδους που έχουν υπερπουληθεί και παρέχουν ανοδικά περιθώρια”, τονίζει.
Ανάκαμψη στις αγορές αλλά και μεταβλητότητα βλέπουν 150 fund managers
Σύμφωνα με τη νέα δημοσκόπηση του Reuters για την πορεία των διεθνών αγορών στο περιβάλλον 150 διεθνών αναλυτών, οι παγκόσμιες μετοχές προβλέπεται να ανακάμψουν από τα τρέχοντα επίπεδα, αλλά θα παραμείνουν πολύ κάτω από τα ιστορικά υψηλά, τόσο φέτος όσο και το επόμενο έτος, καθώς η ανάκαμψη θα είναι άτονη αλλά και άνιση.
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα επεισόδια, όπου οι επενδυτές έβλεπαν τις διορθώσεις ως ευκαιρίες για να αγοράσουν μετοχές, η τρέχουσα πτωτική τάση αναμένεται να είναι πιο επίμονη, υπογραμμίζοντας την επιδείνωση των προοπτικών για τα risk assets. Αυτή η στροφή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι οι μετοχές δεν έχουν πλέον backstop από τους κεντρικούς τραπεζίτες, οι οποίοι κλείνουν τις στρόφιγγες ρευστότητας και πλέον επικεντρώνονται περισσότερο στην καταπολέμηση του υψηλού πληθωρισμού, αυξάνοντας τα επιτόκια, σε πολλές περιπτώσεις επιθετικά.
Ενώ οι αναλυτές προέβλεπαν ένα βαρετό έτος για τις μετοχές στην προηγούμενη δημοσκόπηση του Reuters, που πραγματοποιήθηκε λίγες μόνο ημέρες πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, ο πόλεμος προκάλεσε έντονη αναταραχή στις μετοχές, με τον αμερικανικό Standard & Poor’s 500 τον Μάιο να μπαίνει σε έδαφος bear market, αν και ανέκαμψε στη συνέχεια.
Η δημοσκόπηση του Reuters, που καλύπτει 17 βασικούς διεθνείς δείκτες, έδειξε ότι τα περισσότερα μεγάλα χρηματιστήρια θα δυσκολευτούν να ανακτήσουν τις απώλειες που σημειώνουν μέχρι το τέλος του 2022. Σχεδόν όλοι αναμένεται να τελειώσουν το έτος κάτω από τα ιστορικά υψηλά και να παραμείνουν κάτω από αυτά μέχρι τα μέσα του 2023.
“Οι παγκόσμιες μετοχές βρίσκονται στη μέση μιας bear market που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Τα μακροοικονομικά στοιχεία και η κερδοφορία συνεχίζουν να υποχωρούν καθώς οι παγκόσμιες οικονομίες κινούνται προς το τέλος του τρέχοντος οικονομικού κύκλου. Επιπλέον, η ανάλυσή μας δείχνει ότι οι αναθεωρήσεις κερδών επιβραδύνονται παγκοσμίως”, σημειώνει ο Michael Wilson, επικεφαλής στρατηγικής μετοχών των ΗΠΑ και επικεφαλής επενδύσεων στη Morgan Stanley.
Πάνω από τα τρία τέταρτα των αναλυτών που απάντησαν σε ξεχωριστή ερώτηση είπαν ότι η τρέχουσα επιβράδυνση θα διαρκέσει τουλάχιστον άλλους τρεις μήνες. Ενώ το 48% είπε ότι θα διαρκέσει τρεις έως έξι μήνες, το 21% είπε έξι έως εννέα μήνες, 6% είπαν εννέα έως δώδεκα μήνες και 4% είπαν για έναν χρόνο. Οι υπόλοιποι επέλεξαν λιγότερο από τρεις μήνες.
Υπογραμμίζοντας αυτή την αρνητική προοπτική, οι προβλέψεις για τα επίπεδα που θα κινηθούν οι διεθνείς δείκτες στο τέλος του 2022 ήταν χαμηλότερες σε σχέση με αυτές κατά τη δημοσκόπηση του Φεβρουαρίου. Μόνο οι προοπτικές για τον δείκτη IPC του Μεξικού αναβαθμίστηκαν, και μάλιστα κατά ένα μικρό ποσό.
Το μεγαλύτερο εύρος προβλέψεων για το τέλος του 2022 σε σύγκριση με τη δημοσκόπηση του Φεβρουαρίου δείχνει μεγαλύτερο βαθμό αβεβαιότητας για το τι θα ακολουθήσει. Σχεδόν το 60% των αναλυτών εκτιμά ότι η μεταβλητότητα, η οποία έχει υποχωρήσει από τα υψηλά του τρέχοντος έτους, θα αυξηθεί στις αγορές τούς επόμενους τρεις μήνες. Το 40% είπε ότι θα μειωθεί.
“Καθώς η ανάπτυξη επιβραδύνεται και ο πληθωρισμός παραμένει επίμονος, οι αγορές θα παρουσιάσουν μεγαλύτερη αστάθεια”, σημειώνει ο Σαμίρ Σαμάνα, ανώτερος στρατηγικός αναλυτής των διεθνών αγορών στη Wells Fargo Investment Institute.
Οι μετοχές “αξίας” αναμένεται να ξεπεράσουν τις αποδόσεις των μετοχών “ανάπτυξης” για το υπόλοιπο του έτους κατά 82 fund managers, ενώ 23 εκτιμούν ότι οι μετοχές “ανάπτυξης” θα έχουν καλύτερες επιδόσεις.
Ενώ οι αναλυτές της Wall Street εκτιμούν ότι ο αμερικανικός δείκτης-βαρόμετρο των διεθνών αγορών, ο S&P 500, θα τελειώσει το 2022 πάνω από τα τρέχοντα χαμηλά επίπεδα και θα σημειώσει άνοδο πάνω από 10%, δεν αναμένουν να ανακτήσει όλες τις απώλειες του σχεδόν 14% που σημειώνει αυτήν τη στιγμή από τις αρχές του έτους.
ΕΚΤ, φόβοι για ύφεση και πόλεμος στοιχειώνουν τις προοπτικές των ευρωπαϊκών αγορών
Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι φόβοι για ύφεση και ο οικονομικός αντίκτυπος του πολέμου στην Ουκρανία αναμένεται να συγκρατήσουν οποιαδήποτε σημαντική άνοδο των ευρωπαϊκών μετοχών για το υπόλοιπο του 2022, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση του Reuters στο περιβάλλον 150 διαχειριστών κεφαλαίων και αναλυτών στρατηγικής. Όπως προβλέπουν, ο πανευρωπαϊκός δείκτης STOXX 600 θα φτάσει τις 450 μονάδες μέχρι το τέλος του έτους, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 3,1%.
Οι ευρωπαϊκές μετοχές έχουν βυθιστεί πάνω από 10% μέχρι στιγμής φέτος, σημειώνοντας το χειρότερο ετήσιο ξεκίνημά τους από το ξέσπασμα της COVID το 2020 και το δεύτερο χειρότερο ξεκίνημά τους από το 2008.
Η πτώση των ευρωπαϊκών μετοχών έρχεται παρά την αισιόδοξη σεζόν αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου, όπου σημειώθηκε άνοδος 41,5% στην κερδοφορία των εισηγμένων, σύμφωνα με τα στοιχεία της Refinitiv. Εξαιρουμένου του ενεργειακού τομέα, τα κέρδη αυξήθηκαν κατά 22,4%.
Ωστόσο οι προοπτικές παραμένουν αβέβαιες, με τις μετοχές της περιοχής να αντιμετωπίζουν μια σειρά από αντίθετους ανέμους προς το δεύτερο εξάμηνο που θολώνουν τις προοπτικές για αύξηση των κερδών.
Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, ο επίμονος πληθωρισμός και ο αυξημένος κίνδυνος ύφεσης είναι όλοι παράγοντες που ενισχύουν το αβέβαιο σκηνικό, σύμφωνα με τον Στεφάν Εκολό, στρατηγικό αναλυτή μετοχών στην Tradition. “Είμαστε ακόμη επιφυλακτικοί για τις μετοχές, δεδομένου του πολύ δύσκολου γεωπολιτικού και μακροοικονομικού περιβάλλοντος σε συνδυασμό με τον κίνδυνο πιέσεων στα περιθώρια κέρδους”, σημειώνει, προβλέποντας ότι ο πανευρωπαϊκός δείκτης STOXX 600 θα υποχωρήσει στις 380 μονάδες μέχρι το τέλος του έτους.
Μεταξύ των βασικών δεικτών, ο γερμανικός DAX εκτιμάται από τα funds και τους αναλυτές ότι θα τελειώσει το έτος με απώλειες 1,2%, ενώ ο βρετανικός FTSE 100 στο -0,3% και ο γαλλικός CAC 40 στο +0,4%, όλα σε σχέση με τα επίπεδα του τέλους Μαΐου.
Ένας από τους κύριους κινδύνους που ανέφεραν οι συμμετέχοντες στη δημοσκόπηση ήταν η ταχύτητα με την οποία οι κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αναμένεται να αυστηροποιήσουν την πολιτική καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους για να περιορίσουν τον πληθωρισμό.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε πρόσφατα ότι βλέπει το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ στο μηδέν ή “ελαφρώς υψηλότερο” μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, υποδηλώνοντας αύξηση τουλάχιστον 50 μονάδων βάσης από το τρέχον επίπεδό της. Οι αγορές χρήματος τιμολογούν πάνω από 100 μονάδες βάσης αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ μέχρι το τέλος του έτους. Η ΕΚΤ αύξησε τελευταία φορά τα επιτόκια το 2011 και το επιτόκιο καταθέσεων βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος από το 2014.
“Η επιθετική κίνηση της ΕΚΤ στη νομισματική πολιτική, ειδικά όταν αναμένεται επιβράδυνση της ανάπτυξης, θα επιβαρύνει αρνητικά την περιοχή”, τονίζει ο Φιλίπ Λίζιμπαν, επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής της Credit Suisse. Όπως σημειώνει, οι παρατεταμένες υψηλότερες τιμές της ενέργειας, μια διάχυση ή κλιμάκωση της σύγκρουσης στην Ουκρανία και ένα ισχυρότερο ευρώ αποτελούν βασικούς κινδύνους για τις προοπτικές των μετοχών της Ευρωζώνης.